Ένα φιλί
Η Χρύσα και ο Αλέξανδρος κάθονταν σε ένα απόμερο παγκάκι στο προαύλιο του σχολείου. Τα απογεύματα εκεί ήταν πάντα άδειο. Το κρύο αεράκι πιρούνιαζε την κοπέλα αναγκάζοντας την να κουρνιάσει όλο και πιο βαθιά στον ώμο του αγοριού δίπλα της. Ο Αλέξανδρος την κοίταξε και άφησε ένα κοφτό χαμογελάκι να διαμορφωθεί στο ως τότε ανέκφραστο πρόσωπο του. Την κοίταξε άλλη μια φορά και βυθίστηκε πάλι στις σκέψεις του. «Αχ, μόνο να ήξερες», σκεπτόταν μελαγχολώντας το αγόρι. Τον τελευταίο χρόνο τα αισθήματα του είχαν ξεπεράσει την δυνατή αγάπη της φιλίας τους, κάνοντας τον να την δει αλλιώς. Τώρα κάθε φορά που την έβλεπε, κάθε φορά που την είχε στην αγκαλιά του, κρύος ιδρώτας κυλούσε στον λεμό του και οι χτύποι τις καρδιάς του αυξάνονταν. Ήθελε τόσο πολύ να της το πει. Όμως κάθε φορά που άνοιγε το στόμα του, η γλώσσα του δενόταν κόμπος και δυσκολευόταν να καταπιεί. Το ένιωθε ότι θα καταλάβαινε... αλλά φοβόταν. Οι σκέψεις του διακόπηκαν όταν η κοπέλα δίπλα του κουλουριάστηκε. Έβγαλε την ζακέτα του και την πέρασε στους ώμους του κοριτσιού το οποίο τον ευχαρίστησε με ένα γλυκό φιλί στο μάγουλο.
«Ρε Άλεξ, πώς μπορείς να είσαι τόσο γλυκός. Μερικές φορές αναρωτιέμαι τι θα γινόταν αν βρισκόσουν στην βροχή. Χαχ.», είπε η Χρύσα όλο τσαχπινιά. Η αλήθεια είναι ότι και τα δικά της αισθήματα είχαν δυναμώσει τον τελευταίο καιρό. Όμως δεν ήξερε πώς να του το πει. Το αγόρι δεν μίλησε όμως γέλασε και αυτό αθόρυβα θέλοντας να μην χαλάσει την όμορφη ατμόσφαιρα που υπήρχε εκείνη την στιγμή με την ησυχία και τον μουντό καιρό. Ξαφνικά άρχισε να ψιχαλίζει.
«Χαχαχα. Ούτε μέντιουμ να ήσουν Χρύσα. Πάντος δεν νομίζω να λιώσω. Λοιπόν άντε να πηγαίνουμε γιατί θα μας πιάσει η βροχή στο δρόμο.», είπε ο Αλέξανδρος.
Λίγα λεπτά αργότερα όμως όσο περπατούσαν η βροχή δυνάμωσε και άρχισε να ρίχνει καρέκλες. Τα δύο παιδία έτρεξαν κάτω από μια μικρή βεραντόυλα ενός παλιού κτηρίου και στριμώχτηκαν εκεί. «Βράχηκες πολύ?», την ρώτησε ανήσυχα το αγόρι.
«Όχι, εντάξει είμαι.», απάντησε αυτή χαμηλόφωνα. Τότε μια ιδέα πέρασε από το μυαλό του αγοριού. «Ή τώρα ή ποτέ», σκεύτηκε. Στάθηκε κοντά και άνοιξε το στόμα του να μιλήσει. Όμως η Χρύσα έχοντας την ίδια ιδέα τον τράβηξε από τον γιακά του πουκαμίσου του και τον φίλησε. Ο Αλέξανδρος δεν αντιστάθηκε και αμέσως ένδωσε στο φιλί της. Τύλιξαν ο ένας τα χέρια του γύρω από την μέση του άλλου και σηνέχισαν το φιλί ασταμάτητοι.
Μόνοι μες την βροχή. Χωρίς έγνοιες, χωρίς κάποιον άλλο τρόπο διαφυγής. Κάτω από μια μικρή βεράντα, αθέατοι. Χωρίς κάποιον άλλο λόγο ύπαρξης. Το μόνο που είχε σημασία, ήταν εκείνο το φιλί, μόνο αυτό... και τίποτα άλλο.
Belum ada Komentar untuk "Ένα φιλί"
Posting Komentar